αυλάκιον

αυλάκιον
το см. αυλάκι[ον]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αυλάκιον" в других словарях:

  • αὐλάκιον — trace furrows on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλάκιον — το βλ. αυλάκι …   Dictionary of Greek

  • αὐλάκια — αὐλάκιον trace furrows on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»